ενθυμούμαι

ενθυμούμαι
(AM ἐνθυμοῡμαι, -έομαι και ἐνθυμίζομαι)
έχω ή διατηρώ κάτι στην ψυχή μου, στη σκέψη μου, στη μνήμη μου, σκέπτομαι, σταθμίζω με τον νου, αναλογίζομαι, συλλογίζομαι
(«καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἤ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα», Θουκ.)
νεοελλ.-μσν.
1. επαναφέρω στη μνήμη μου, θυμούμαι, αναπολώ
2. έχω στον νου, έχω υπ' όψιν μου
3. διατηρώ καθαρά στη σκέψη μου («δεν ενθυμούμαι ακριβώς τα λόγια του»)
4. (απολ.) έχω μνήμη, μνημονικό
μσν.
1. συνειδητοποιώ
2. αποφασίζω («τέλος ενθυμήθηκα στα ίδια να έλθω», Ιμπέρ. κ. Μαργ.)
αρχ.
1. (με ειδ. πρότ. ως αντικ.) α) σκέπτομαι, παρατηρώ ότι («ἐνθυμούμενος ὅτι παιδάριον εἶ», Αριστοφ.)
β) έχω υπ' όψιν μου («ἐνθυμοῡ δὲ καὶ ὅτι δοκεῑς τισιν», Πλάτ.)
2. (με μτχ.) καταλαβαίνω, έχω επίγνωση («οὐκ ἐντεθύμηται θράσει ἀπίστω ἐπαιρόμενος» — δεν καταλαβαίνει ότι παρασύρεται από απατηλό θάρρος, Θουκ.)
3. (με εμπρόθ. προσδ. πρός τινα, για πρόσ.) έχω κάποιον στον νου μου
4. με πρότ. εξαρτημένη με το μη ως επεξήγηση τού τούτο που παραλείπεται («καὶ ἐνθυμοῡμαι... μὴ παίζῃς πρός με καὶ ἑκὼν ἐξαπατᾷς», Πλάτ.)
5. (απολ.) φέρνω ή έχω στη μνήμη μου
6. (με γεν.) έχω κάτι διαρκώς στη μνήμη μου, σκέπτομαι έντονα ή πολύ καιρό
7. (με αιτ. ή απολ.) έχω κάτι στον νου μου και ανυπομονώ, στενοχωρούμαι, οργίζομαι («ἐνεθυμοῡντο, τήν τε περὶ Πύλον ξυμφοράν», Θουκ.)
8. (απολ.) έχω γνώση κάποιου πράγματος και ανησυχώ, φροντίζω, νοιάζομαι
9. σχεδιάζω, επινοώ, εφευρίσκω, μηχανεύομαι
10. (με εμπρόθ. γεν.) βγάζω πόρισμα, συμπεραίνω («τί οὖν ἐκ τούτων ὑμᾱς ἐνθυμεῑσθαι δεῑ;» — τί πρέπει να συμπεραίνετε από αυτά; Δημοσθ.)
11. (παθ. βρίσκομαι συνεχώς στο μυαλό κάποιου, τού είμαι αλησμόνητος
12. παθ. (με το εὖ) είμαι επιθυμητός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐνθυμοῦμαι — ἐνθυμέομαι lay to heart pres ind mp 1st sg (attic epic doric) ἐνθῡμοῦμαι , ἐνθυμέομαι lay to heart pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμάμαι — και θυμούμαι και θυμιέμαι (ΑΜ ενθυμοῡμαι, έομαι, και ενθυμίζομαι) ενθυμούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν θυμούμαι (< εν + θυμούμαι < θυμός) με παράλειψη τού α συνθετικού και μεταβολή τής κλίσης τού β συνθετικού. Η αρχική σημασία τού εν θυμούμαι… …   Dictionary of Greek

  • ενθυμίζω — (AM ἐνθυμίζω) μσν. νεοελλ. θυμίζω κάτι σε κάποιον, φέρνω στον νου κάποιου, υπενθυμίζω μσν. αναφέρω, κάνω λόγο αρχ. μσν. (το μέσ.) ενθυμίζομαι μτγν. και μσν. τ. τού ενθυμούμαι 1. «ενθυμιζόμενοι λογιζόμενοι» (Σούδα) 2. επιθυμώ κάτι («Ἀμισὸν… …   Dictionary of Greek

  • ενθυμητικός — ή, ό και θυμητικός, ή, ό (Μ ἐνθυμητικός, ή, όν) [ενθυμώ ενθυμούμαι] 1. αυτός που έχει ισχυρή μνήμη, που έχει την ικανότητα να προκαλεί ανάμνηση ή να θυμάται, ο εύκολος στην ανάμνηση 2. το ουδ. ως ουσ. το ενθυμητικό(ν) μνήμη, μνημονικό, ευχέρεια… …   Dictionary of Greek

  • ενθύμημα — Όρος της Λογικής που αναφέρεται στο επιχείρημα η παράθεση του οποίου γίνεται με ξεχωριστό τρόπο. Ειδικότερα, η ονομασία αυτή δίνεται σε έναν συλλογισμό στον οποίο μια πρόταση ή το συμπέρασμα εννοούνται. Ο Αριστοτέλης όριζε το ε. ως «συλλογισμό εξ …   Dictionary of Greek

  • ενθύμηση — και θύμηση, η (AM ἐνθύμησις) [ενθυμούμαι] σκέψη, στοχασμός, ανάμνηση («ώς που έχαναν και την ενθύμηση τής πατρίδας τους», Καρκαβ.) νεοελλ. 1. μνήμη, θυμητικό («μού ήρθε στην ενθύμηση μου») 2. ενθύμιο, αναμνηστικό, σουβενίρ 3. πληθ. (παλαιογρ.) οι …   Dictionary of Greek

  • εύμνηστος — εὔμνηστος, ον, δωρ. τ. εὔμναστος, ον (Α) αυτός που θυμάται ή αναπολεί, που σκέπτεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μνηστός (< μνάομαι «ενθυμούμαι»)] …   Dictionary of Greek

  • θυμούμαι — (I) θυμοῡμαι (ΑΜ) [θυμός] βλ. θυμώ. (II) και θυμάμαι και θυμιέμαι (Μ θυμοῡμαι) [θυμός] ενθυμούμαι …   Dictionary of Greek

  • παρενθυμούμαι — έομαι, Α [ενθυμούμαι] 1. δεν δίνω προσοχή σε κάτι 2. παραβλέπω, παραμελώ 3. περιφρονώ, αψηφώ …   Dictionary of Greek

  • περικρατώ — έω, ΜΑ [κρατώ] είμαι κύριος κάποιου, ασκώ απόλυτη εξουσία σε κάποιον ή σε κάτι, εξουσιάζω, κυριαρχώ αρχ. 1. κρατώ κάτι σταθερά («καὶ ἢν περικρατέῃ τῇ χειρὶ τὸ βέλος», Ιπποκρ.) 2. νικώ, κατισχύω 3. επικρατώ («ἐξ ἧς δὴ τῶν παθῶν ὁ λογισμὸς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”